- ἀλλοειδής
- ἀλλοειδήςof different formmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλοειδής — ἀλλοειδής, ές (Α) αυτός που έχει διαφορετική όψη από ό,τι προηγουμένως, αλλαγμένος, αλλόκοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek
ἀλλοειδῆ — ἀλλοειδής of different form neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλλοειδής of different form masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλλοειδής of different form masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοειδέα — ἀλλοειδής of different form neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀλλοειδής of different form masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοειδές — ἀλλοειδής of different form masc/fem voc sg ἀλλοειδής of different form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοειδοῦς — ἀλλοειδής of different form masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοειδέας — ἀλλοειδής of different form masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοειδῶν — ἀλλοειδής of different form masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοειδῶς — ἀλλοειδής of different form adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek